
Ένα Μήνυμα από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε
Μπήκε ο Δεκέμβρης. Καθισμένος στην πολυαγαπημένη μου πολυθρόνα των στοχασμών όπως την έχω ονομάσει, οραματίζομαι στο άκουσμα της βροχής, τα όνειρα μου, τα πάθη μου, τις πιο βαθιές επιθυμίες μου. Σκέφτομαι τι λείπει. Τι είναι αυτό που αποζητά ο καθένας από εμάς. Μήπως η ζωή μας δίνει ότι αξίζουμε; Μήπως κάποιοι άνθρωποι γεννηθήκαμε να υποφέρουμε για να πάρουμε μαθήματα που μέσα από τον γραπτό λόγο μπορεί κάποιος κάποτε να διαβάσει αυτά που νιώθουμε και νιώσαμε; Υπάρχει το σήμερα; Θα υπάρξει το αύριο; Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Όλα είναι στιγμές. Την μια στιγμή στοχάζεσαι ψάχνοντας τον έρωτα στα μάτια της αγαπημένης σου, κάνοντας όνειρα και σκέψεις μαζί της και την άλλη στιγμή, δεν είναι εκεί. Παλεύεις με τον εαυτό σου. Όπως όλοι μας. Ο κρητικός του Σολωμού, γνωρίζει ότι η αγαπημένη του είναι νεκρή. Προσπαθεί να φτάσει στην στεριά για να σωθεί. Όχι αυτός. Αλλά εκείνη. Αποζητά μια στιγμή τελευταία μαζί της πριν χαθεί στην άβυσσο της παραφροσύνης. Αυτός και τα όνειρα του, άλλων τα πάθη τους κυριεύουν. Είτε έρωτα το αποκαλείς. είτε ουσίες είτε αλκοόλ. Και τι είναι άραγε οι συγγραφείς? Βασανισμένες ψυχές είναι που αποζητούν από κάπου να πιαστούν πριν χαθούν, ξεχαστούν. Τα λόγια πετούν. Τα γραπτά μένουν.
Σκέφτομαι τον Πόε. Κρατάω στο χέρι μου το κοράκι. Και για μια στιγμή αφήνω τον εαυτό μου να αποκοιμηθεί. Ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι στο καθιστικό μου. Μα δεν είναι το καθιστικό μου πια.. Κοιτάζω γύρω μου. Όλα γύρω μου φαντάζουν σκοτεινά, μοναχικά απόμακρα. Απέναντι μου βλέπω μια σκιά. Μια οντότητα. Έναν άνθρωπο. Νιώθω ζαλισμένος… Δίπλα μου βρίσκεται ένα μπουκάλι με ρούμι μισογεμάτο. Δεν αντιστέκομαι στο άρωμά του. Δε μπορώ για κάποιο λόγο να αντισταθώ. Νιώθω ότι το χρειάζομαι… Στον αέρα πλανάται ένα άρωμα… Ένα πολύ ιδιαίτερο άρωμα.. Όπιο σκέφτηκα. Μα πως γίνεται; Πως γίνεται να γνωρίζω το άρωμα μια ουσίας που δεν έχω οσμιστεί ποτέ; Πώς γίνεται να νιώθω την ανάγκη να θέλω να πιω ρούμι; Μα δεν ήμουν άνθρωπος που παθιάζομαι με τις ουσίες. Μα ποτέ δεν υπήρξα άνθρωπος που να παθιάζομαι τόσο με κάτι εκτός από…
Κοιτάζω την φιγούρα απέναντι μου… Μια γυναίκα… Φοράει ένα λευκό φόρεμα με πούλιες… Τα μαλλιά της στο χρώμα της νύχτας απλωμένα σαν τον κύμα να απλώνουν πάνω στους λεπτούς της ώμους… Με κοιτάζει με αυτά τα καστανά μεγάλα μάτια… Δεν χαμογελάει… Απλά με κοιτάζει… Αυτά τα μάτια, διαπεραστικά σαν την σελήνη που διαπερνά την τζαμαρία του καθιστικού μου…
-Ποια είσαι; Την ρωτάω…
Δεν απαντά… Απλά με κοιτάζει… Ένα αμυδρό χαμόγελο χαράσσεται στο πρόσωπο της… Και τότε θυμήθηκα..
Είναι το πάθος μου. Εκείνη η γυναίκα είναι το πάθος μου… Είναι ο λόγος της έμπνευσης μου. Με αυτή την γυναίκα έκανα όνειρα. Στις σκέψεις μου έρχονταν αναμνήσεις που δεν έχω ξαναβιώσει. Αναμνήσεις από το παρελθόν. Το πρώτο μας βλέμμα. Το πρώτο μας φιλί. Ο πρώτος μας χορός.
Αγκαλιασμένοι κάτω από ένα δέντρο… Να μιλάμε για την εποχή μας. Μια εποχή που εγώ δεν γνώρισα μα για κάποιο λόγο μπορούσα να μιλήσω. Να σκεφτώ, να εκφραστώ. Μια εποχή που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να επιβιώσουν όσο εγώ έλεγα στην αγαπημένη μου ότι η ζωή γεμίζει με το να μιλάω στους ανθρώπους μέσα από τα έργα μου. Να μιλάω στους ανθρώπους για την βασανισμένη μου ψυχή. Για όσα έζησα, όσους έχασα. Όσα άντεξα και όσα με έκαναν να λυγίσω. Μα εκείνη… Εκείνη στο φως του φεγγαριού. Στέκεται, στέκεται και μου χαμογελά..
- Ξέρω ποια είσαι.. Ψιθύρισα…
Αρθρογράφος: Αλιβρούβας Ιωάννης
Βιογραφικό Αρθρογράφου:
Μεγάλωσα σε ένα χωριό στην Κρήτη. Μέσα στα βάσανα και την σκέψεις μου πάντα είχα το ερώτημα ποιος είμαι και τι σκοπό ύπαρξης έχω σε τούτο εδώ τον κόσμο. Και διάβαζα βιβλία. Να βρω απαντήσεις. Και σπούδασα να βρω απαντήσεις. Και έζησα στιγμές με ανθρώπους για να βρω απαντήσεις.
Μέχρι σήμερα με τυραννά ο λόγος ύπαρξης της ζωής μου. Όσο όμως ψάχνω , πλάθω ιστορίες είτε αληθινές είτε ψεύτικες, είτε βιωματικές είτε από ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή μου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μάχομαι για να φέρω τον κόσμο πιο κοντά. Να με γνωρίσει να τον γνωρίσω.
Να με βοηθήσει με το να μου πει τις ιστορίες του και γω να τις κάμω βιβλία να ακουστούν οι φωνές τους. Όταν τα βράδια δε κοιμάμαι σκέφτομαι και πλάθω ιστορίες. Για μένα, για σας, για τον κόσμο. Πλάθω ιστορίες ενώ ψάχνω το νόημα της ζωής. Βρίσκομαι στην δική μου κόλαση και τον δικό μου παράδεισο. Ακροβατώ, σκέφτομαι δημιουργώ.